- ιχνογραφική
- ηη τέχνη της ιχνογραφίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιχνογραφικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ιχνογραφία ή στον ιχνογράφο 2. το θηλ. ως ουσ. η ιχνογραφική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής ιχνογραφίας. επίρρ... ιχνογραφικώς και ά με ιχνογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνογραφία ή ἰχνογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1803… … Dictionary of Greek
περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… … Dictionary of Greek